- πύελος
- η, ΝΑ, και πύαλος Α1. η κοιλότητα σε δαχτυλίδι για στερέωση σφραγιδολίθου, αλλ. πυελίδα2. κολυμπήθρα για βάπτισηνεοελλ.1. ανατ. σύνολο τεσσάρων οστών που αποτελούν το κατώτερο τμήμα τού κορμού, στο οποίο χρησιμεύουν ως βάση και προσφέρουν στήριγμα στα κάτω άκρα, αλλ. λεκάνη2. φρ. «νεφρική πύελος» — η κοιλότητα που σχηματίζεται από τη διεύρυνση τού ουρητήρα μέσα στη νεφρική ουσίααρχ.1. επιμήκης σκάφη που χρησιμοποιούσαν ιδίως για τοποθέτηση τροφής για ζώα, το παχνί («χῆνας... ἐρεπτομένους παρὰ πύελον», Ομ. Οδ.)2. λουτήρας3. λέβητας μαγειρείου4. είδος χειρουργικού εργαλείου5. η χοάνη τού εγκεφάλου6. (στον τ. πύαλος) λάρνακα, σαρκοφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πύ-ελος < *πλύ-ελος (με ανομοιωτική αποβολή τού πρώτου -λ-), ανάγεται στη ρίζα πλυ- τού πλύνω* με επίθημα -ελος (πρβλ. πιμ-ελή, μυ-ελός). Το επίθημα -αλος είναι μτγν. (πρβλ. μυελός: μυαλός). Εντύπωση, τέλος, προκαλεί το θηλυκό γένος τού τ.].
Dictionary of Greek. 2013.